- τυμβοσύνη
- ἡ, Α [τύμβος]ονομασία τμήματος τού τείχους τής Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο επισκευάστηκε με τη χρήση επιτύμβιων λίθων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμβοσύνην — τυμβοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)